Τρύπα στο Πάτωμα/Ερχόμαστε από την Ντροπή

[Κύτταρο]

Το ξύπνημα της Άνοιξης*

με όση ομορφιά και να το ντύσεις

θα είναι βίαιο.

Το σώμα ξέρει.

Στο πέρα των περιγραφών

διαφεύγοντας της συρρίκνωσης που προσπαθούν τα λόγια

σημαίνοντας τον χρόνο σταθερά

ανθίσταται στην ταξινόμηση

ορίζει την τάση

δείχνει την κατεύθυνση.

Εξεγείρεται.

*θεατρικό έργο του Frank Wedekind

Το καινούργιο βιβλίο των Εκδόσεων των άλλων είναι ένα βιβλίο ποίησης σε δύο μέρη. Ξεκινά κι από τις δυο πλευρές φιλοξενώντας την ποιητική σύνθεση “Ερχόμαστε από την ντροπή ” και την συλλογή ποιημάτων “Τρύπα στο πάτωμα”. Πρόκειται για δυο δουλειές ξεχωριστές, αλλά και σε συνάφεια. Είναι γραμμένο από την Αργυρώ Αξιώτη (Argyro Axioti) που εκδίδει για πρώτη φορά τα γραφτά της, την επιμέλεια έχει κάνει η Κωνσταντίνα Σοφούλη , η γραφιστική δουλειά έγινε από τον Δημήτρη Σ. και οι πίνακες των εξώφυλλων αποτελούν ευγενική παραχώρηση της Barbara Kroll .Τυπώθηκε σε 400 αντίτυπα τον Ιούλιο του 2021 στο τυπογραφείο Printfair στα Εξάρχεια. Διατίθεται κατά τον γνωστό τρόπο των εκδόσεων μας με την άμεση μέθοδο της χέρι με χέρι διανομής, σε μικρά βιβλιοπωλεία και συνεργατικούς χώρους και αυτοοργανωμένους χώρους της Αθήνας , καθώς και στην επαρχία. Η διανομή έχει αρχίσει και προχωρά σιγά σιγά. Καλή σας ανάγνωση!

Ελεύθεροι στη Μυλόπετρα

Οι “Ελεύθεροι στη Μυλόπετρα” είναι ανώνυμοι ήρωες της εξέγερσης του ‘21. Μέσα από τα πάθη, τις επιθυμίες, τις σκέψεις, τα όνειρα και τις πράξεις τους φωτίζουν τις υποτιμημένες ιστορίες των απλών ανθρώπων, των αφανών κλεφτών και των τυραννημένων κολίγων, οι οποίοι αποτέλεσαν το κύριο, συλλογικό σώμα που έδωσε υπόσταση στην – αρχικά δισυπόστατη, εθνική και κοινωνική – επανάσταση.

  Οι βασικοί χαρακτήρες των διηγημάτων απαρτίζουν μια ομάδα ανταρτών στα βουνά του Μοριά. Ένας οπλαρχηγός με γλωσσολογικές ανησυχίες, τρεις βοσκοί που κάνουν επιδρομή σε ένα κελάρι τσιφλικά, μια υποψία νεράιδας, ένας γιατρός με επιρροές από τους πρώτους Γάλλους σοσιαλιστές, ένας θεατρίνος ποπολάρος, ένας Σλάβος αραμπατζής και διάφοροι άλλοι αλληλεπιδρούν μέσα στις ιστορίες, διατρέχοντας μέσα από τις μνήμες και τα βιώματά τους όλη την περίοδο της εξέγερσης, από τις αιτίες και την προετοιμασία του ξεσηκωμού, μέχρι τις Εθνοσυνελεύσεις, τους εμφυλίους και την απελευθέρωση.

Από το οπισθόφυλλο του νέου μας βιβλίου το οποίο ανήκει στον Χρήστο Ποζίδη. Κυκλοφόρησε τέλη Μαρτίου, έχει σελιδοποιηθεί από τον Δημήτρη Σ. και στο σχεδιασμό του εξωφύλλου συμμετείχε και ο Κρισάκος. Είναι διαθέσιμο στα περισσότερα μέρη που συνεργαζόμαστε στην Αθήνα και τις επόμενες ημέρες θα γίνουν αποστολές και στην επαρχία.

Εκτός_τεύχος_2_νουάρ

Ως εκδόσεις των άλλων αποκαλούμε πλέον το πρώτο Εκτός, που προηγήθηκε αυτού που κρατάτε στα χέρια σας, τεύχος «νούμερο μηδέν», θεωρώντας το τη δοκιμαστική αρχή μιας πορείας παράλληλης προς την κυκλοφορία των βιβλίων μας. Αυτή την αρχή δεν θέλαμε να την αφήσουμε να χαθεί καθώς πιστεύουμε ακόμη ότι το περιοδικό μας μπορεί να αποτελέσει μια δημιουργική γέφυρα με κόσμο εκτός ομάδας.


Κάτω από αυτό το πρίσμα γεννήθηκε η επιθυμία να αλλάξουν αρκετά ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο τόσο του νέου Εκτός όσο και αυτών που θα ακολουθήσουν. Συγκεκριμένα, θα έχουμε από δω και πέρα ετήσια τεύχη που θα περιέχουν υλικό γύρω από ένα ορισμένο θέμα – ήδη έχουμε αποφασίσει ποιό θα είναι το επόμενο! Έχουμε την πεποίθηση πως με αυτόν τον τρόπο θα διευκολύνουμε την πολυπόθητη ζύμωση μεταξύ των συντελεστών του περιοδικού. Επίσης η συνοχή του υλικού του εκάστοτε τεύχους θα βοηθήσει τον αναγνώστη στην ευκολότερη προσέγγισή του.

Αυτό λοιπόν το τεύχος το ονομάσαμε «νουάρ», και ήδη από τον χαρακτηρισμό αυτόν εγείρεται ένα βασικό ερώτημα: Τι είναι νουάρ; Θέλοντας να απομακρυνθούμε από την κατεστημένη λογική των παγιωμένων ορισμών, λέμε πως το νουάρ για μας δεν είναι κάτι μονοδιάστατο. Νουάρ είναι ο Μαρής για τον οποίο γράφουμε στις επόμενες σελίδες, ένας συγγραφέας που θεμελίωσε αρχετυπικά το αστυνομικό μυθιστόρημα στα μέρη μας. Νουάρ είναι η Patricia Highsmith και ο Constantino Dillilo, που φλερτάρουν με το ψυχολογικό θρίλερ και την πολιτική δυστοπία αντίστοιχα. Νουάρ είναι το πολιτικό διήγημα με το οποίο καταπιάνεται από καιρό σε καιρό ο Κώστας Σβόλης, και ένα μικρό του δείγμα, περιδινούμενο στη βάσανο των επιλογών, βρίσκουμε σε μορφή διηγήματος εδώ. Νουάρ είναι το κινηματογραφικά στημένο σε αλλεπάλληλα κρεσέντο διήγημα της Νόρα Σβαρτς. Νουάρ είναι η καταβύθιση στα σκοτεινά σημεία της ύπαρξης όπως την ξεδιπλώνει ο Μπάμπης Κολτράνης εδώ, στη μικρή του ιστορία. Νουάρ τέλος είναι και η κοφτή ποίηση της Αργυρώς Αξιώτη και του φώτη γ. – απόκοσμη η πρώτη, γοητευτικά μοιραία η δεύτερη, για να μας θυμίζουν τις ελάχιστες φορές που η ποιητική φόρμα υπηρετεί τη νουάρ σύνθεση. Σε όλα αυτά εκφράζεται το μυστήριο, το οποίο όσο νομίζουμε ότι λείπει από την καθημερινότητά μας, τόσο εμφανίζεται με ξαφνικό και επιδραστικό τρόπο μπροστά μας. Για αυτό και ένα νουάρ ανάγνωσμα, ενώ κινείται στη μυθοπλασία, οφείλει να γίνεται στην πορεία της ανάγνωσής του απολύτως πιστευτό. Με αυτόν τον τρόπο θυμίζει την άρρηκτη σχέση που (είναι αναγκαίο να) έχει η τέχνη με την ίδια τη ζωή, έτσι όπως συνδέει το συναίσθημα και τη φαντασία σε διαρκή αλληλεπίδραση και με τρόπους μαγικούς. Για αυτό νουάρ λοιπόν!


Πριν γυριστεί αυτή η σελίδα, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όσους και
όσες συνεργάστηκαν με την ομάδα μας αγκαλιάζοντας και δίνοντας ζωή στην αρχική
μας ιδέα για το τεύχος αυτό. Τέλος θα θέλαμε να εκφράσουμε την αγάπη μας σε
όσα άτομα έχουν στηρίξει το εγχείρημά μας, κάνοντας τούτη την αλλόκοτη χρονιά
ίσως την πιο συμμετοχική για τις εκδόσεις μας.


Καλή ανάγνωση!

Περιεχόμενα:

Ηρωίδα της Patricia Highsmith, Tartaria του Costantino Dilillo, Ο δικός του ήλιος
του Μπάμπη Κολτράνη, Από το τίποτα στο πουθενά του Κώστα Σβόλη, «Ο θάνατος του Αλεξ Αργύρη»: η τηλεοπτική μεταφορά ενός μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή της Nora Schwarz και του Μπάμπη Κολτράνη, Ο ήχος του κλειδιού της Nora Schwarz, mein kopf/σβέλτα της Αργυρώς Αξιώτη, H τραγική πτώση ενός απρόσεκτου Ακροβάτη του φώτη γ.

Διόρθωση-επιμέλεια: Αρετή Μουσουλιώτη
Σελιδοποίηση-σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Σ.

“Tartaria” του Costantino Dilillo

Η βροχή είχε σταματήσει, είχε μείνει το κρύο της νύχτας και η τριβή των λάστιχων στην άσφαλτο. Το φως των επιγραφών πολλαπλασιαζόταν από την αντανάκλαση του νερού στο έδαφος και από τις μικροσκοπικές σταγόνες νερού στον αέρα· έτσι, μου φαινόταν σαν να προχωρούσα μέσα στον καθοδικό σωλήνα μιας εμπορικής τηλεόρασης. Είχα βγει για να χαλαρώσω τις σιαγόνες του τίποτα και να χαθώ ανάμεσα στα ομιχλώδη σοκάκια των σαρκικών προσφορών, των εκπτωτικών πωλήσεων σάρκας, εκεί όπου η ζωές πνίγονται στο φαντασμαγορικό κενό της νύχτας, μέσα σε πηγάδια κούρασης.     

        Το τελευταίο λεωφορείο πέρασε μισοάδειο και, όταν έστριψε μετά από τη στάση, φάνηκαν από τα τζάμια οι ανθρώπινες σιλουέτες σαν ζωγραφισμένες, ασάλευτες στην καπνώδη θαλπωρή του οχήματος.

        Το κρύο με δοκίμαζε εδώ και εκεί ανάμεσα στα ρούχα, πριν με δαγκώσει βαθιά στη ράχη, μεταξύ φιλέτου και κόντρα φιλέτου, ενώ πιο επάνω λεπίδες πάγου ξέσκιζαν τη σπάλα και το στήθος μου, τα πιο τρυφερά σημεία, που στις ζωικές ζελατίνες μαλακώνουν  το κρέας όταν λιώνουν.

        Μετά από μια κλωτσιά που κατρακύλησε στην άσφαλτο, άκουσα τον θόρυβο από ένα τενεκεδάκι, ένδοξο απόβλητο της θρησκείας της κατανάλωσης, έσχατη αλήθεια της ύπαρξης, αφετηρία του ιερού και υπόσχεση έκστασης. Κατανάλωση: η σφραγίδα της ύπαρξης, το λάβαρο της κοινωνικής ταυτότητας. Καταναλώνεις και καταναλώνεσαι, τρως και τρώγεσαι, αγοράζεις και πουλάς, προσφέρεις και δημιουργείς ζήτηση· μετά ξεπουλάς.

        Με τα χέρια βυθισμένα στις τσέπες προσπάθησα να κρατήσω κλειστές τις δυο άκρες του ανοιχτού παλτού μου, απορρίπτοντας την κουραστική ιδέα να τις κουμπώσω. Μια ριπή αέρα όμως μ’ έπεισε, και σταμάτησα στην πόρτα ενός μαγαζιού για να χώσω τα κουμπιά μέσα στις κουμπότρυπες, με τις πλάτες γυρισμένες προς τον δρόμο, το κρύο, το κενό μιας σβησμένης πόλης. Δίπλα σε ένα μαγαζί διακίνησης τηλεφωνίας υπήρχε μια πόρτα που δεν θυμόμουν να είχα δει ποτέ πριν: Tartaria έλεγε η επιγραφή. Την κοίταξα για μια στιγμή και προχώρησα μπροστά πάλι, αλλά μετά από λίγα βήματα γύρισα πίσω και την άνοιξα…

(Απόσπασμα από το διήγημα του Costantino Dilillo το οποίο θα βρίσκεται στο επερχόμενο νουάρ τεύχος του περιοδικού μας Εκτός που θα κυκλοφορήσει σύντομα)

Οι μπάτσοι δεν μπορούν να χορέψουν

Κυκλοφορεί από την εκδοτική μας ομάδα το πρώτο βιβλίο του Φώτη Γ. Πρόκειται για ένα σύγχρονο νουάρ μυθιστόρημα το οποίο τυπωθηκε σε τριακόσια αντίτυπα σε επιμέλεια της Αρετής Μουσουλιώτη και σχεδιασμό-σελιδοποίηση του Δημήτρη Σ. Διατίθεται ήδη στα περισσότερα σημεία διανομής των εκδόσεων των άλλων εντός κι εκτός Αττικής.

Οι εποχές αλλάζουν, μένουν όμως τα πάντα ίδια;

Μπορεί η σύνθεση της ομάδας μας να έχει αλλάξει, ο κόπος  που χρειάζεται για να βγει ένα βιβλίο να είναι μικρότερος από ποτέ και ο ίδιος ο χώρος του βιβλίου να επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο, αλλά οι βάσεις που τέθηκαν όταν ήταν  να σταθεί στα πόδια της η εκδοτική μας ομάδα παραμένουν αναλλοίωτες.  Ακόμη συνεχίζει να μας συναρπάζει η συγγραφή, αν και δεν δηλώνουμε συγγραφείς. Πλέον γίνεται ακόμη πιο σαφές από πριν ότι ο σκοπός της ομάδας και ουσιαστικά του κάθε μέλους της δεν είναι η έκδοση του δικού του υλικού, αλλά η ενίσχυση του εγχειρήματος και η έκδοση του βιβλίου που θα ακολουθήσει το δικό του. Δεν έχουμε βέβαια να προασπίσουμε κανένα θέσφατο ή αλάθητο ούτε επίσης έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μέσα σε ένα γενικότερα ζοφερό περιβάλλον καταφέραμε να μείνουμε «αμόλυντοι», μιας και στο εσωτερικό μας έχουν κατά καιρούς εκδηλωθεί στάσεις που μόνο το συλλογικό δεν προάσπιζαν. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε ότι οι εμπειρίες που έχουμε μαζέψει ως άτομα από το ξεκίνημα της ομάδας και μέχρι σήμερα είναι μια σημαντική βοήθεια, ώστε αυτά που λέμε να μη μένουν απλώς στη θεωρία.

Δεν αρκούμαστε σε αυτά που έχουμε πετύχει ως τώρα – τις εφτά εκδόσεις οι οποίες ήταν ταυτόχρονα και εφτά βήματα μπροστά, αλλά δουλεύουμε πάνω στη συνέχειά τους. Μια συνέχεια που όσο δύσκολη φαντάζει, καθώς στηριζόμαστε μόνο στα έσοδα των πωλήσεων μας μακριά από λογικές διαφημιστών και κρατικών επιχορηγήσεων, άλλο τόσο μας γεμίζει όρεξη να τη σχεδιάσουμε και να τη δοκιμάσουμε. Και συνάμα προσπαθούμε να επανεφεύρουμε μια νέα παράδοση, αυτή του μοιράσματος και της δημιουργίας. Ακούγοντας βέβαια την λέξη παράδοση σε ό, τι αφορά τα λογοτεχνικά, έρχονται στο νου μας ορισμένες αρχετυπικές εικόνες δημιουργών και μια τάση των σύγχρονων τους να ακολουθήσουν τα χνάρια τους, τόσο ως προς την πορεία τους όσο και ως προς και την τήρηση των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Σίγουρα οι σημερινοί συγγραφείς, συμφωνώντας με τους παλαιότερους, θα ομολογήσουν με ευκολία  ότι το έργο τους –από τη στιγμή που κυκλοφορήσει– παύει να τους ανήκει και αποκτά δική του ζωή. Την ίδια στιγμή, όμως, ορθώνουν με τρόπο αναντίρρητο αυτά τα πνευματικά δικαιώματα, καθώς η ιδιοκτησία εξακολουθεί να έχει τους δικούς της κανόνες. Δεν μιλάμε προφανώς για το αθώο προκάλυμμα της προστασίας από την κλοπή υλικού, θέμα εξάλλου περίπλοκο σε έναν κόσμο αντιγραφών του παρελθόντος, αλλά της επικύρωσης του ρόλου του καλλιτέχνη που αποκτά κυριότητα, εξουσία και αμοιβές πάνω στο –κατά τα άλλα ανόθευτο από τους νόμους της αγοράς– έργο του. Πάντα έτσι ήταν, θα πουν οι κυνικοί πωλητές, ασχέτως αν ψεύδονται, εφόσον από τη μια αυτό που υπερασπίζονται ισχύει μόλις τους τελευταίους δύο αιώνες και από την άλλη πολλά κλασσικά (ή μη) έργα δεν είχαν καμία σχέση με τη συγκεκριμένη κουλτούρα αγοραπωλησίας την εποχή που γράφτηκαν (βλ. Κάφκα, μέθοδος σαμιζντάτ-underground εκδόσεις στην ΕΣΣΔ).

 Όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν αν ο κόσμος που ασχολείται με τη λογοτεχνία έθετε κάποια ζητήματα στην προσπάθειά του να εναντιωθεί απέναντι στις πρακτικές της αγοράς του βιβλίου· μιας αγοράς που ενίοτε αισχροκερδεί  πάνω στο μεράκι όποιου θέλει να δει τα γραπτά του να εκδίδονται. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που πληρώνονται αδρά για να βγάλουν το βιβλίο ενός πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού, το οποίο μένει στο τέλος στα αζήτητα και πάει για πολτό! Ωστόσο σε ποιαν ανάγκη πατάνε, για να έχουν μείνει ουσιαστικά στο απυρόβλητο και να συνεχίζουν την πολιτική τους ως έχει; Θα ήταν υπερβολή να συσχετίσουμε τη σύγχρονη κουλτούρα της υπερπροβολής του Εγώ με αυτή την ανάγκη για ολοένα μεγαλύτερη δραστηριότητα στο εκδοτικό πεδίο; Κατά την άποψη μας, όχι. Βλέπουμε πλήθος εκδόσεων, νέων συγγραφικών ονομάτων και λογοτεχνικών βραδιών· στις περισσότερες περιπτώσεις, στο τέλος δεν μένει σε κανέναν και καμία τίποτα περισσότερο από την αίσθηση του ανικανοποίητου που κουβαλάν οι δημιουργοί τους και από ένα άγχος για λογοτεχνική παραγωγή, το οποίο –μιας και δεν στήνονται γέφυρες συνδιαμόρφωσης και συνεργασίας– παραμένει αφηρημένο και μετέωρο.

Επιπλέον, παρατηρούμε ότι ο διάλογος δεν διαδραματίζεται μεταξύ του συγγραφέα και του κόσμου που θα διαβάσει το έργο του, αλλά μεταξύ αυτού και του εαυτού του – εν είδει κάθαρσης, με την όλη διαδικασία να θυμίζει μια selfie: ο πρώτος που τη βλέπει και ο τελευταίος που τη χαίρεται με βάση τα likes που παίρνει είναι το ίδιο το είδωλο-δημιουργός του, και σε τελική ανάλυση η ίδια η μοναξιά του.

Δεν θα διαφωνήσουμε ότι χρειάζεται και κάποιου είδους μοναξιάς για να ολοκληρωθεί ένα συγγραφικό πόνημα, αλλά οφείλουμε να πάμε παραπέρα για να ανακαλύψουμε παλαιά και νέα λογοτεχνικά σύμπαντα που μπορεί να είναι και δίπλα μας! Βοηθώντας, έτσι, στην ανάδειξη φωνών που, για τον οποιοδήποτε λόγο, αδυνατούν να εκφραστούν σήμερα. Δημιουργώντας, έτσι, με έναν τρόπο που τον ορίζουμε εμείς οι ίδιοι και όχι άλλοι πριν από μας και για μας.

(Μέρος της εισήγησης από την τελευταία μας εκδήλωση)

Πολύ Κακός Για Το Τίποτα

Κάθε ιστορία τελειώνει νύχτα, και αυτή θα έκλεινε σύντομα. Ήταν καθημερινή και κάπως αργά για τους ήδη παντρεμένους συνομήλικούς μου. Ντυμένος αδιάφορα, ούτε επίσημα αλλά ούτε και πρόχειρα, φορώντας τα ψεύτικα γυαλιά της δουλειάς, αξύριστος με έναν τρόπο που δεν μου άρεσε, έπινα το πιο ελαφρύ τζιν που είχε φτιαχτεί ποτέ σε μπαρ ξενοδοχείου. Το ήθελα κάπως έτσι, αλλά ο μπάρμαν το παράκανε, όπως το συνηθίζουν άλλωστε όλοι αυτοί σε όλα. Με ένα κάπως άγαρμπο στιλ καθόμουν σταυροπόδι σε ένα τραπέζι που έβλεπε πλαγιαστά την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου Paris. Γύρω μου δεν είχα κανέναν, οπότε δεν χρειαζόταν να είμαι αγχωμένος πάνω στο θέμα της προστασίας μου. Παρ’ όλα αυτά αγχωνόμουν, όπως έκανα πάντα εν ώρα εργασίας. Σιγά τη δουλειά βέβαια, είχα αναλάβει πολύ δυσκολότερες αποστολές από την αποψινή. Το μόνο που θα έκανα θα ήταν να περιμένω τον κύριο Αροβάνη και, όταν τον έβλεπα να ανεβαίνει πάνω ζαλισμένος, όπως έκανε κάθε βράδυ εδώ και κάποιες ημέρες, θα τον ακολουθούσα για να τον σκοτώσω. Το γιατί ακριβώς, δεν το ήξερα ούτε που με ένοιαζε κιόλας. Φτάνει να μην έκανα φασαρία, οπότε, όταν τον έβρισκαν το πρωί οι καμαριέρες, θα είχα πάρει ήδη την ψεύτικη ταυτότητά μου από τη ρεσεψιόν πληρώνοντας τον λογαριασμό με αληθινά λεφτά.

Όσα ήξερα για αυτόν ήταν λίγα, αλλά ένιωθα ότι τον είχα μάθει κάπως αυτές τις μέρες. Ξύπναγε αργά· το πρωί καφέ βαρύ με ένα χαρτομάνι σημειώσεων μπροστά του στο απέναντι καφέ. Λίγο φαγητό μετά εδώ, κάποια τηλέφωνα στη συνέχεια, μετά ύπνο, μπάνιο, ντύσιμο με καλά ρούχα, αν και κάπως παλιά, και βουρ για το μπαρ της διπλανής γειτονιάς με την άσχημη μουσική, που έκλεινε όποτε το θυμόταν. Αυτός όμως δεν αργούσε πολύ να γυρίσει πίσω, φαίνεται δεν έπινε πολύ, ίσως δεν το άντεχε κιόλας. Οπότε –μετά και το πρώτο βράδυ– δεν χρειαζόταν να κουράζομαι καθώς γύρω στη μία με δύο θα ερχόταν παραπατώντας για να ζητήσει το κλειδί του από τη ρεσεψιόν· και αυτό ήταν. Σε εκείνο το μοναδικό βράδυ που τον είχα από κοντά, σκυλοβαρέθηκα παρέα με το βαρύ ποτό μου να κοιτάζω μια στο τόσο αυτόν τον ψηλό αλλά σκυθρωπό και αδύνατο τύπο να τα πίνει κι αυτός μόνος, αδυνατώντας να προξενήσει το ενδιαφέρον σε καμιά θηλυκή ύπαρξη στο μαγαζί. Παλιά ίσως να το κατάφερνε, τώρα όμως όχι. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σαν να είχαν κλειστεί πίσω από μια βαριά πόρτα και μόνο τα πράσινα μάτια του έσπαγαν τη μονοτονία. Τι με ένοιαζαν όλα αυτά; Ίσα ίσα η δουλειά φάνταζε πιο εύκολη από ό, τι περίμενα. Ο οίκτος εξάλλου ήταν μια άγνωστη λέξη, «ο άγνωστος κανένας μπροστά μου» ο κανόνας.

Πώς αυτό το κουφάρι διέθετε ένα τόσο μεγάλο και τρανό όνομα; Τι να του ζηλέψεις; Πόσα να είχε βγάλει στη ζωή του; Πόσα να χρώσταγε; Μήπως ήξερε πολλά; Ό, τι και να ήταν, εγώ δεν το είχα μάθει, όπως και δεν χρειαζόταν άλλωστε. Το καθημερινό του πρόγραμμα αυτής της βδομάδας μού αρκούσε. Σημασία επίσης είχε ότι ήταν ολομόναχος εδώ, ξεχασμένος μάλλον από επιλογή. Θα μπορούσα να τον ρωτήσω από περιέργεια πριν τελειώσω τη δουλειά, αλλά ήταν από αυτές τις φθινοπωρινές νύχτες που καλύτερα να μη σπαταλάς χρόνο σε ανούσιες ερωτήσεις. Μια νύχτα που απλώς ήταν σαν κυριακάτικη μέρα αλλά με σκοτάδι πίσσα έξω.

Η πόρτα άνοιξε και αυτός μπήκε, όχι και τόσο ζαλισμένος, μέσα. Πήρε τα κλειδιά, δεν χαιρέτησε κανέναν και ανέβηκε τις σκάλες βιαστικά. Γιατί βιαζόταν, γαμώτο, απόψε; Άφησα το ποτό μου κάπου στη μέση και ανέβηκα κι εγώ από την κεντρική σκάλα. Ίσα που έβλεπα και τα παπούτσια του από την απόσταση που μας χώριζε. Τι έπαθε και έτρεχε σχεδόν; Είχα το περίστροφο με τον σιγαστήρα στη μια τσέπη και το σύρμα στην άλλη. Προσπάθησα να βιαστώ χωρίς να τρέχω, αλλά φτάνοντας στον τρίτο όροφο ένιωσα να τον χάνω από το οπτικό μου πεδίο. Γαμώτο, θα μου έκλεινε την πόρτα και θα δυσκολευόταν κάπως η δουλειά. Όντως, σε μια στιγμή στον τέταρτο τον έχασα και άκουσα μια πόρτα να κλείνει μάλλον απότομα. Θα ήταν λογικά η δική του. Γαμώτο! Έφτασα μπροστά της, κοίταξα γύρω μου. Νέκρα. Μέσα απόλυτη ησυχία. Περίμενα λίγο και έκανα να γυρίσω το πόμολο έχοντας στο μυαλό μου την απίθανη περίπτωση να μην είναι κλειδωμένα. Δεν ήταν. Μέσα η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και έμπαινε ένα κρύο, απαλό αεράκι. Δεν είχε κανένα φως παρά μόνο αυτό από τις φωτεινές διαφημίσεις που αναβόσβηναν έξω. Μου την έσπαγε αυτός ο φωτισμός γιατί δεν ήταν σταθερός αλλά άναβε σαν φλας ετοιμοθάνατου αυτοκινήτου. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα στον χώρο. Πλησίασα στο μπαλκόνι για να καταλάβω τι συμβαίνει, κι εκεί τον είδα πεσμένο στο χαλί της πλευράς του κρεβατιού που δεν έβλεπα. «Δεν πάμε καλά, με πρόλαβε!» σκέφτηκα. Η πλάτη του και κάποια πεταμένα χάπια πλάι του ήταν η παγωμένη θέα μου. Είπα να τον γυρίσω, αλλά σκέφτηκα ότι ήταν μια καλή πράξη που δεν θα καταμετρούνταν ως τέτοια στον παράδεισο ή στην κόλαση, όπου κάποτε θα έφτανα. Έβαλα το χέρι στον λαιμό να δω αν έχει σφυγμό. Δεν είχε. Σκέφτηκα να σιγουρευτώ κάνοντας το κάτι παραπάνω από αυτό που είχε κάνει ο ίδιος στον εαυτό του. Τσάμπα κόπος. Το μπουκαλάκι ήταν σχεδόν άδειο πάνω στο κομοδίνο. Θα ήμουν πολύ κακός για το τίποτα.

Έκατσα στο κρεβάτι σαν σε ντεζαβού. Κοίταξα γύρω και το μάτι μου έπεσε σε κάτι έγγραφα και σε ένα γράμμα. Τα πρώτα τα πήρα και τα έχωσα τσαλακωμένα στην τσέπη μου για το ρεπό αύριο, και το γράμμα το διάβασα στα γρήγορα. Έγραφε ένα μεγάλο συγγνώμη, μια μεγάλη Αγάπη και μια μεγάλη Κατάρα. Προς στιγμή ανατρίχιασα και το άφησα εκεί που το βρήκα. Ίσως έπρεπε να αφήσω και την άλλη χαρτούρα. Ίσως. Έκλεισα την κουρτίνα, άναψα το πορτατίφ, μιας και έλειπαν τα κεριά που θα κόλλαγαν στην περίσταση, και, σβήνοντας τα δαχτυλικά αποτυπώματα και από τα δύο χερούλια της πόρτας, εξαφανίστηκα από κει μέσα. Πάει κι αυτό!

 

(Του Μπάμπη Κολτράνη για το περιοδικό Εκτός, τεύχος πρώτο)

Παρουσίαση του Εκτός και προβολή του Providence στο Πέρασμα

Ήρθε η στιγμή να παρουσιάσουμε με δυο λόγια τη νέα περιοδική μας προσπάθεια. Ως σύνδεση με το υλικό του Εκτός θα προβάλλουμε την ταινία του Αλέν Ρενέ Providence. Όλα αυτά στο Πέρασμα, Ζωοδόχου Πηγής και Ισαύρων την ερχόμενη Παρασκευή στις 20.00.

parousiasi_ektos

Εκτός_Τεύχος_1

53743378_2681872785174366_3334504895129583616_n

Γιατί εκτός;

Γιατί, εκτός των άλλων που έχουμε πάνω από το κεφάλι μας στα συνεχή εξάωρα- οχτάωρα-εικοσιτετράωρα, έχουμε και κάποιες δικές μας στιγμές που δεν θέλουμε να παραμείνουν μόνο δικές μας: εκτός βεβαιοτήτων, ορίων, συνταγών επιτυχίας, καταξιώσεων, πορτρέτων με τσιγάρο στο στόμα και βλέμμα σοβαροφανές.

Εντός ενός κύκλου που θα χωράει κι άλλον κόσμο/που θα εφάπτεται με άλλους κύκλους/χαμογελώντας στις διαφωνίες/ δεν θα ανταγωνίζεται κανέναν/δεν θα κοιτά στα χαμένα/θα κρατά κάθε σημάδι πίσω του όχι για να γυρνά σε αυτό, αλλά για να σιγουρέψει κάθε βήμα μπροστά/δεν θα θέλει να μεγαλώσει και να γίνει κάτι που θα τον κάνει να ξεχάσει αυτό που είναι.

Όχι για να πείσουμε, αλλά για να πειστούμε ότι τίποτα δικό μας δεν πάει στράφι/με τη δημιουργία να παραμένει αυτό που ήταν πάντα για μας: μια πολιτική επιλογή, εφόσον αυτή μοιράζεται και στεριώνει σχέσεις αληθινές, όχι ευκαιριακές ή χρηστικές/για να σπάσει κάθε είδους μοναξιά.

Ναι, είναι άχαρη και αδιέξοδη η κατά μόνας συγγραφή που θυσιάζεται στους βωμούς της αγοράς/η αγορά ελκύει τη συγγραφή και την ποθεί/της υπόσχεται μια ανοιχτότητα, ενώ μοιράζει ερείπια/κρατά αγκαζέ τον ελιτισμό των καλλιτεχνών βγάζοντάς τα πέρα ακόμη και σε καιρούς κρίσης/πλάθει την κρυφή γοητεία της μαζικής κουλτούρας, κι ας τη χλευάζει ως έννοια/στοίβες βιβλίων ή φαντασιώσεις επιτυχιών τη συντηρούν/ όλα για την ασχήμια των φετίχ του θεάματος και των εμπορευμάτων.

Ένα συγγνώμη από μέρους μας, αλλά θα μείνουμε εκτός προσπαθώντας να βρούμε πραγματικές ανοιχτωσιές και πρόθυμα αυτιά. Γιατί, καθώς φαίνεται, έχουμε πολλά να πούμε και ακόμα πιο πολλά να γράψουμε. Για αρχή, μόνο μια λέξη σε όσους κι όσες εκτός ομάδας βοήθησαν να φτιαχτεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού μας:

Ευχαριστούμε!

Περιεχόμενα

Μια συνέντευξη με τους Κινούμενους τόπους/Τα μοιραία μου μπλογκ, της Αντιγόνης Η./Αιτίες και φταίχτες, της Δήμητρας Ματθαίου/Ή εκείνες, του Γιώργου Καναβού/ Εκ του Αγγέλου χαιρετισμοί, του Gershom Scholem σε μετάφραση του Γιώργου Καναβού/ Α10, του Φώτη Γ./Πολύ κακός για το τίποτα, του Μπάμπη Κολτράνη/Το βιολί με τις ανθρώπινες χορδές/του Antonio Ghislanzoni σε μετάφραση της Giuseppina Dilillo

Παρουσιάζοντας τον Καιρό της Προσμονής

46280368_2239186346326048_6213645700996005888_n

 

 

Βαθύτερη Ανάγκη

Τελείωσε το μέτρημα του ουρανού,
αυτά που λείπουν δεν θα ξαναρθούν,
έμεινε η ελπίδα για έναν γυρισμό
σε μια προσπάθεια κατανόησης
μιας βαθύτερης ανάγκης,
φαντάζει απώλεια,
ορίζεται όμως σαν μεταμόρφωση.